- ιματιουργός
- ἱματιουργός, ὁ (Α)κατασκευαστής ιματίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. θαυματ-ουργός, στιχ-ουργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα … Dictionary of Greek
ιματιουργικός — ἱματιουργικός, ή, όν (Α) [ιματιουργός] 1. αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή τών ιματίων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱματιουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού ιματιουργού … Dictionary of Greek